- διακόπτης
- Συσκευή κατάλληλη να διακόπτει ή να αποκαθιστά τη συνέχεια ενός ηλεκτρικού κυκλώματος, ώστε να εμποδίζει ή να επιτρέπει τη δίοδο ηλεκτρικού ρεύματος. Στην απλούστερη μορφή του ο δ. αποτελείται, για κάθε αγωγό της ηλεκτρικής γραμμής στην οποία παρεμβάλλεται, από ένα στοιχείο από αγώγιμο υλικό (συνήθως χαλκό, τοποθετημένο επάνω σε κατάλληλες στρόφιγγες και εφοδιασμένο με μία ακίνητη και μία κινητή επαφή). Ένας χειρομοχλός ελέγχου προσδιορίζει, με τον κατάλληλο χειρισμό, την περιστροφή αυτού του στοιχείου και συνεπώς την επαφή ή την απομάκρυνση της κινητής επαφής από τη σταθερή. Τα χαρακτηριστικά ενός δ. καθορίζονται από την τάση λειτουργίας στην οποία μπορεί να υποβληθεί, από το ρεύμα ζεύξης το οποίο μπορεί να τον διασχίσει σε κανονική λειτουργία και από το μέγιστο ρεύμα που έχει την ικανότητα να διακόψει. Η συσκευή λοιπόν είναι τόσο ισχυρότερη και πολυπλοκότερη όσο υψηλότερες είναι οι τιμές της τάσης και του ρεύματος στις οποίες μπορεί να αντέξει. Έτσι ο όρος αναφέρεται τόσο στους μικρούς δ., κατάλληλους να ελέγχουν ασθενείς ηλεκτρικούς κινητήρες, όσο και στους δ. των υποσταθμών και των εργοστασίων ηλεκτροπαραγωγής, οι οποίοι παρεμβάλλονται σε γραμμές τάσης μερικών εκατοντάδων χιλιάδων βολτ και μεταφέρουν υψηλότατη ισχύ.
Η αποτελεσματική μόνωση των δ. επιτυγχάνεται συνήθως με τη χρήση ελαίου, το οποίο έχει διηλεκτρικά χαρακτηριστικά ανώτερα από αυτά του αέρα. Οι δ., εξάλλου, που χρησιμοποιούνται για να διακόπτουν πολύ υψηλά ρεύματα είναι εφοδιασμένοι με ειδικές διατάξεις ώστε να σβήνει το βολταϊκό τόξο που εμφανίζεται μεταξύ των επαφών κατά το άνοιγμα της συσκευής. Τα ελατήρια που προκαλούν τη γρήγορη απομάκρυνση των επαφών στους μικρούς δ. δεν είναι πια επαρκή και ενισχύονται με πίδακες ελαίου, πεπιεσμένου αέρα ή ατμού, οι οποίοι προσβάλλουν το τόξο και το σβήνουν.
Οι δ. με περιορισμένες επιδόσεις λειτουργούν με το χέρι, ενώ οι συσκευές μεγαλύτερου μεγέθους, οι οποίες απαιτούν την άσκηση σημαντικής δύναμης, διαθέτουν βοηθητικά όργανα χειρισμού με κινητήρες, με πηνία ή με πεπιεσμένο αέρα. Ένας ιδιαίτερος τύπος δ. είναι o τηλεδιακόπτης. To ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι ότι ο χειρισμός του μπορεί να γίνει από απόσταση, με τη διέγερση ή αποδιέγερση ενός ηλεκτρομαγνήτη.
Διακόπτες ελαίου και τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά τους: α) θάλαμος διαστολής, β) ανώτερο σώμα, γ) θάλαμος διακοπής, δ) πυκνωτές, ε) κατώτερο σώμα, ζ) κινητή επαφή, η) επαφή με κυλίνδρους, θ) πυξίδα βάσης.
Η αποκατάσταση ή η διακοπή της συνέχειας ενός ηλεκτρικού κυκλώματος πραγματοποιείται με τον χειρισμό της χειρολαβής του διακόπτη.
* * *ο1. αυτός που προκαλεί διακοπή2. όργανο ή διάταξη με το οποίο διακόπτεται ή αποκαθίσταται το ηλεκτρικό ρεύμα ή η παροχή φωταερίου, νερού κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. < διακόπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Στέφ. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.